- πολύμυξος
- πολύ-μυξος, ον,A with many wicks, of a lamp, Mart.14.41 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύμυξος — ον, Α (για λύχνο) αυτός που έχει πολλά φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μυξος (< μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»), πρβλ. μονό μυξος] … Dictionary of Greek